Πεζόδρομος
ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΣ
Ξεκίνησε καθώς εκείνος κάλυπτε μια ρωγμή στο σαλόνι της μονοκατοικίας του, σουρούπωνε κι ο ήλιος εγκατέλειπε τον πεζόδρομο. Πρώτα ένα βουητό, ένα βουητό σαν να μην υπήρχε, από κάτι που δεν υπάρχει να προέρχεται. Καθώς ο βόμβος συνεχιζόταν, κατάφερνε εκείνος να τον αποκρυπτογραφεί ώσπου στο τέλος πια τού ήταν τόσο ξεκάθαρος ώστε κάθε ηχητικό δευτερόλεπτο αυτόματα ανακαλούσε ολάκερη την εικόνα: βήματα να ξεχύνονται στον χώρο, να διασχίζουν το πλακόστρωτο, ο πεζόδρομος απρόσμενα πλημμυρισμένος.
Αλαφιασμένος βγήκε στον κήπο, κολλημένος στην αυλόπορτα να κοιτάζει ολόγυρα, τίποτα, η ερημιά που αντίκριζε πάντα. Πέρασε έξω για να ξεδιαλύνει τι συνέβαινε, να περπατά ο ίδιος πέρα δώθε, το παραμικρό δεν ξεχώριζε, ούτε κοντά ούτε μακριά. Τα βήματα όμως εξακολουθούσαν να ακούγονται, σαν να προέρχονταν από ένα αόρατο πλήθος δεκάδων ατόμων: επίμονα, αδιάλειπτα να χτυπάνε τις πλάκες.
Και το ακουστικό παράδοξο των δίχως προέλευση ήχων καθιερώθηκε άμεσα ως η νέα κανονικότητα. Στη γειτονιά του και μόνο, κάθε μέρα, όλο το εικοσιτετράωρο. Όχι πάντως ομοιόμορφα: άλλοτε οι ήχοι αραίωναν εναλλασσόμενοι με νησίδες σιωπής, άλλοτε αντηχούσαν σταθερά μεν αλλά χαμηλά, ξεψυχισμένα – σπανιότερα δε ο ρυθμός ανέβαινε σε ταχύτητα, σαν ένα τρεχαλητό. Σαν κανόνας όμως κυριαρχούσε η αρχική μονότονη ομοιομορφία – και το πιο σίγουρο, το μόνο σίγουρο, η ηρεμία και η πίστη του είχαν ανεπανόρθωτα πληγεί. Ο ίδιος πάντως αρνιόταν να παραιτηθεί: περιφερόταν στον πεζόδρομο, χτένιζε τις καθέτους μία προς μία, διέσχιζε εκατοντάδες μέτρα για να ανακαλύψει την πιθανή προέλευση του ποδοβολητού. Μάταια – και μάλιστα, όπου και να βρισκόταν, οπουδήποτε και να κατευθυνόταν, η ένταση, η συχνότητα, το ηχόχρωμα, παρέμεναν απαράλλαχτα.
Αν όμως αδυνατούσε να ανακαλύψει το από πού και το γιατί, ίσως πετύχαινε να προσεγγίσει τις νόρμες που καθόριζαν το αποτέλεσμα. Ἀρχισε λοιπόν να σημειώνει την οποιαδήποτε μεταβολή στον θόρυβο των βημάτων, από μέρα σε μέρα, από λεπτό σε λεπτό, παραμένοντας ενίοτε ξάγρυπνος για να μην του διαφύγει η μία, καίρια ίσως, λεπτομέρεια.
Τού πήρε μια βδομάδα αλλά τα κατάφερε να μαντεύει σωστά τις επικείμενες αλλαγές. Έφτασε έτσι στο σημείο να ακούει συμφωνίες παράλληλες: την τύποις πραγματική την προερχόμενη από το άγνωστο κι εκείνη που θα τη διαδεχόταν και που την αναπαρήγαγε ο ίδιος προκαταβολικά στο μυαλό του.
«Εφόσον ακούω αλλά δεν βλέπω», συλλογίστηκε μια μέρα, «θα μπορούν και οι άλλοι να ακούν, ακόμα κι αν δεν βλέπουν».
Το ίδιο εκείνο απόγευμα δοκίμασε την ιδέα του. Βγήκε στο πλακόστρωτο φορώντας τα παλιά σκαρπίνια με τα χαμηλά τακούνια κι άρχισε να βροντά το βήμα του πάνω κάτω, σόλο αδύναμο στην παρέλαση της βουής που συνεχιζόταν αδιάφορη. Οὐτε λίγο αργότερα, τότε που ξεκόλλησε δυο ξύλα από τον φράχτη και πήρε να τα χτυπά ρυθμικά, αλλάζοντας διαρκώς το τέμπο, διέκρινε κάποια απαντητική διακύμανση ή ανταπόκριση.
Και οι ήχοι να συνεχίζονται, συχνά στο μυαλό του, σαν φαντάσματα, πάντοτε έξω, από το πουθενά.
«Πρέπει να σταματήσει αυτό», μονολογούσε λυγισμένος καθώς πάλευε να κλείσει τις καινούριες ρωγμές που είχαν ανοίξει στο σπιτικό του: πλέον οι φθορές πολλαπλασιάζονταν, ραγίσματα και τρύπες εμφανίζονταν σε κάθε τοίχο, προτού σοβαντίσει στη μια μεριά, έπρεπε να τρέξει στην άλλη.
Σε μια τέτοια στιγμή, στον αγώνα με τις ζημιές και τη φθορά, τού φάνηκε ότι ξεχώρισε μέσα από το παράθυρο, πέρα στον πεζόδρομο, πόδια, μυριάδες πόδια αόρατων ανθρώπων, εικόνα θαμπή σαν απειλή: το επόμενο δευτερόλεπτο όμως, το όραμα ετούτο, η παραίσθηση, χάθηκε και απόμεινε μόνο ο ήχος των βημάτων, στη διαπασών.
«Πρέπει να σταματήσει αυτό», έσφιξε τώρα τα δόντια του.
Το επόμενο μεσημέρι στις ειδήσεις, έπαιζε πρώτο γεγονός η επίθεση ενός παρανοϊκού που βγήκε με καραμπίνα στη μέση του εμπορικότερου πεζόδρομου, (“Τρόμος στο κέντρο της πόλης”) και απρόκλητος άρχισε να πυροβολεί στο πλήθος των περαστικών.